Περπατώντας στους δρόμους της Μυτιλήνης, δεν μπορείς να μη σταθείς, έστω για λίγο, μπροστά στα παλιά, περήφανα αρχοντικά της. Κάποτε ήταν γεμάτα ζωή, ιστορίες, μουσικές, γέλια. Σήμερα, πολλά απ’ αυτά στέκουν μισογκρεμισμένα, εγκαταλελειμμένα, βουβοί μάρτυρες ενός παρελθόντος που έλαμπε. Κι όσο τα κοιτάς, δεν γίνεται να μη νιώσεις εκείνο το σφίξιμο στο στήθος. Τη μελαγχολία. Για το τι ήταν, και το πώς κατάντησαν.
Αλλά πιο πολύ με θλίβει που κάπως έτσι μοιάζουν κι αρκετοί άνθρωποι γύρω μας. Που με τον καιρό, με τα χτυπήματα, με τις απογοητεύσεις, κουράστηκαν. Ξέχασαν ποιοι ήταν, ποιοι είναι. Σαν να τους νίκησε το σαράκι του χρόνου και της σκληρής ζωής. Κι άφησαν το εσωτερικό τους αρχοντικό να ρημάξει. Να ξεθωριάσει. Να καταρρεύσει.
Δεν τους κατηγορώ. Το ξέρω το βάρος. Το έχω νιώσει κάμποσες φορές στη ζωή μου. Εκείνες τις μέρες που δεν βρίσκεις λόγο να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι. Που όλα μοιάζουν μάταια. Που λες «δεν μπορώ άλλο». Αλλά εκεί, σε εκείνη τη σκοτεινή γωνιά, θέλω να πω κάτι:
Δεν γεννήθηκες για να παραδοθείς!
Δεν ήρθες σ’ αυτόν τον κόσμο για να σαπίσεις μαζί με τις πληγές σου. Όπως τα αρχοντικά της Μυτιλήνης δεν χτίστηκαν για να τα καταπιεί η αδιαφορία, έτσι κι εσύ δεν ήρθες εδώ για να χαθείς στην απογοήτευση. Είσαι πιο δυνατός απ’ όσο νομίζεις. Μπορεί να μην το βλέπεις πάντα, αλλά κάθε σου ανάσα είναι απόδειξη πως αντέχεις. Και μπορείς.
Γι’ αυτό, ακόμα κι αν όλα γύρω φαίνονται διαλυμένα, μη σταματάς να προσπαθείς. Δεν χρειάζεται να φτιάξεις παλάτια. Αρκεί να βάζεις ένα λιθαράκι κάθε μέρα. Όσο μπορείς. Ό,τι μπορείς. Δεν είναι αγώνας ταχύτητας. Είναι αγώνας αντοχής. Κι η αληθινή αρχοντιά δεν είναι στο μάρμαρο και στα βιτρό παράθυρα. Είναι στην ψυχή. Στη μαχητικότητα. Στην επιμονή.
Εγώ είμαι εδώ για όλους εσάς που δεν θέλετε να αφήσετε τη ζωή να σας διαλύσει. Για όσους ακόμα, και με τσαλακωμένα ρούχα, και με κουρασμένο βλέμμα, συνεχίζετε να στέκεστε όρθιοι. Εσείς είστε τα πραγματικά αρχοντικά. Αυτά που αξίζει να σωθούν. Και θα σωθούν.
Αρκεί να μη το βάλετε κάτω!